χοντρός

χοντρός
1) duży przym.
2) gruby przym.
3) okrasa (f) rzecz.
4) sadło (n) rzecz.
5) smalec (m) rzecz.
6) tłusty przym.
7) tłuszcz (m) rzecz.
8) tłuszczowy przym.

Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χόντρος — το, Ν η ιδιότητα ή η κατάσταση τού χοντρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. χοντρός, με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. μακρός: μάκρος)] …   Dictionary of Greek

  • χοντρός — ή, ό επίρρ. ά 1. παχύς, ογκώδης: Κόβει τις ψέτες χοντρές. 2. παχύσαρκος, ευτραφής: Πήρε μια χοντρή γυναίκα. 3. για τη φωνή, βαρύς, βραχνός: Έχει χοντρή φωνή. 4. δύσκολος: Οι γυναίκες δεν είναι για χοντρές δουλειές. 5. άξεστος, αγροίκος: Είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χοντρός — ή, ό, Ν βλ. χονδρός …   Dictionary of Greek

  • χόντρος — το πάχος, παχυσαρκία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 …   Dictionary of Greek

  • χονδρός — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… …   Dictionary of Greek

  • χοντρ(ο)- — και χονδρ(ο) Ν α συνθετικό λ. τής Νέας Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο επίθετο χοντρός / χονδρός και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες, οι περισσότερες από τις οποίες απαντούν και στο επίθετο χοντρός: α) «παχύς, ευτραφής, μεγαλόσωμος, ογκώδης»… …   Dictionary of Greek

  • χοντραίνω — και χοντρένω και χονδρύνω και χοντρύνω Ν [χοντρός] 1. (μτβ.) κάνω κάτι χοντρό ή χοντρότερο, αυξάνω κάτι ως προς το πάχος («θα τό χοντρύνεις το παιδί με τόσο φαΐ») 2. (αμτβ.) γίνομαι χοντρός ή χοντρότερος («όσο πάει και χοντραίνει») 3. φρ. α) «τά… …   Dictionary of Greek

  • χοντρούλης — ο, θηλ. χοντρούλα, Ν ο κάπως χοντρός, χοντρούλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. κοντ ούλης)] …   Dictionary of Greek

  • χοντρούτσικος — η, ο, Ν ο κάπως χοντρός, χοντρούλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός + υποκορ. κατάλ. ούτσικος (πρβλ. λεπτ ούτσικος)] …   Dictionary of Greek

  • ψήλος — το, Ν 1. ανάστημα, ύψος 2. φρ. «πάω τού ψήλου» i) πετώ προς τα πάνω, ανυψώνομαι ii) ψηλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλός, με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. χοντρός: χόντρος [το])] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”